- χαρτόδεμα
- το, -ατοςδέμα τυλιγμένο σε χαρτί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτόδεμα — το, Ν δέμα περιτυλιγμένο σε χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + δέμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek